Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2009

ZΩΗ ΣΑΝ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ

Jean-Jacques Liabeuf:”Δεν είμαι ρουφιάνος!”

•Φεβρουαρίου 21, 2009 • Κανένα σχόλιο

liabeuf

Της Νίνας Κουλετάκη

Ο Jean-Jacques Liabeuf γεννήθηκε στις 11 Ιανουαρίου του 1886 στο St. Etienne της Γαλλίας. Το αστέρι του δεν είχε τη διάρκεια αυτών άλλων ακτιβιστών και αναρχικών της εποχής του, όμως, μπορούμε να πούμε πως έλαμψε αρκετά, σχεδόν εκτυφλωτικά.

Όταν ήταν νεαρός και, ακόμα, μαθητευόμενος υποδηματοποιός, έχασε τη δουλειά του λόγω της συμμετοχής του στο αναρχικό κίνημα. Πρωτοστάτησε στους λαϊκούς αγώνες για την καταπολέμηση της φτώχειας και της πείνας. Κάποια στιγμή, και έχοντας φτάσει στα έσχατα όρια της ένδειας, αναγκάζεται να κλέψει τροφή για να συντηρηθεί στη ζωή. Κατηγορείται ως κοινός κλέφτης και φυλακίζεται. Μετά την αποφυλάκισή του, η ζωή του γίνεται ακόμη πιο δύσκολη από πριν, αν κάτι τέτοιο είναι δυνατόν. Ψάχνει μάταια για δουλειά καθώς, πέρα από την ανεργία, κανείς δεν θέλει να προσλάβει στη δούλεψή του έναν “κλέφτη”.

Εσωτερικός μετανάστης, φεύγει για το Παρίσι, όπου ελπίζει τα πράγματα να είναι καλύτερα. Ζώντας στις γειτονιές του παρισινού υποκόσμου, συναναστρέφεται τους “απάχηδες” και γνωρίζει τη ζωή τους. Ο Liabeuf, πιστεύοντας πως το σημαντικότερο σε έναν άνθρωπο είναι η αξιοπρέπειά του, προσπαθεί να “συνετίσει” τα κορίτσια που κάνουν πεζοδρόμιο στη γειτονιά του, να τις πείσει να αλλάξουν ζωή και να δραστηριοποιηθούν μέσα από το λαϊκό κίνημα. Ταυτόχρονα είναι ο ίδιος ενεργό μέλος αναρχικής οργάνωσης της περιοχής, έχοντας αρχίσει να γίνεται ενοχλητικός στην αστυνομία, οργάνου καταστολής των λαϊκών κινητοποιήσεων και επιβολής της βούλησης της κυβέρνησης.

medium_liabeuf_portraits_05_sepiaΗ ευκαιρία να βάλουν οι αστυνομικοί στο χέρι τον Liabeuf, δίνεται ένα βράδυ του Ιουλίου του 1909: δύο από αυτούς συναντούν τον Liabeuf σε ένα στενό δρομάκι, να συνομιλεί με μια πόρνη προσπαθώντας να την πείσει να εγκαταλείψει το επάγγελμά της για ένα άλλο, περισσότερο αξιοπρεπές, και του επιτίθενται. Τον χτυπούν και τον συλλαμβάνουν με την ψευδή κατηγορία της μαστροπίας. Στις 14 Αυγούστου περνάει από δίκη και καταδικάζεται, ως μαστροπός, σε τρεις μήνες φυλάκιση.

Για τον Liabeuf και την αξιοπρέπειά του, αυτό ισοδυναμεί με θανατική καταδίκη. Όχι η φυλάκισή του αυτή καθεαυτή, όσο ο λόγος για τον οποίο καταδικάστηκε. Αυτός, που προσπαθούσε να σώσει τα κορίτσια από το δρόμο και τους ανθρώπους του, να βρίσκεται κατηγορούμενος ως προαγωγός! Ήταν αδιανόητο! Το γεγονός ότι οι αστυνομικοί που τον είχαν συλλάβει ήταν γνωστοί “προστάτες” κοριτσιών (τις εκβίαζαν, τις απειλούσαν με συλλήψεις και τους έπαιρναν την είσπραξη της ημέρας), τον τρέλαινε. Η διεφθαρμένη γαλλική αστυνομία, εκτός από την εκμετάλλευση των πορνών, ήταν αναμεμιγμένη και σε άλλες παράνομες δραστηριότητες, όπως η διακίνηση ναρκωτικών και το εμπόριο όπλων. Και ο Liabeuf είχε αρχίσει να την ενοχλεί πολύ.

Δεν του αρκούσε που “ανακατευόταν με τα πολιτικά και ήταν γνωστό κακοποιό και αναρχικό στοιχείο”, είχε βαλθεί να συμμαζέψει τις πόρνες από τα πεζοδρόμια και να τις φέρει “στο δρόμο το σωστό”. Μια καλά στημένη και ανθηρή επιχείρηση κινδύνευε να τιναχτεί στον αέρα εξαιτίας του. Η πλεκτάνη στήνεται γρήγορα: ο Liabeuf θα βρεθεί κατηγορούμενος για το έγκλημα που απεχθάνεται περισσότερο απ’ όλα: τη σωματική και οικονομική εκμετάλλευση γυναικών. Θεωρεί τον εαυτό του ατιμασμένο και βαθύτατα προσβεβλημένο. Τους τρεις μήνες της φυλάκισής του, το μυαλό του απασχολεί ένα μόνο πράγμα: η εκδίκηση. Και η αποκατάσταση της τιμής του και του ονόματός του.

Μετά την αποφυλάκισή του, ρίχνεται στη δουλειά απεγνωσμένα. Εργάζεται μέρα και νύχτα, κάνει ο,τιδήποτε με ένα μόνο σκοπό: να μαζέψει τόσα χρήματα, όσα χρειάζονται για την αγορά ενός όπλου. Οι αστυνομικοί του Τμήματος Ηθών (γαϊδούρια με κοστούμια τους αποκαλεί ο λαός), εξακολουθούν να τον παρενοχλούν. Ο Liabeuf υπομένει: προέχει ο στόχος του.

Καταφέρνει να μαζέψει εκατό φράγκα, μεγάλο ποσό για την εποχή. Το διαθέτει ολόκληρο για την αγορά ενός ρεβόλβερ. Κατασκευάζει δύο περικάρπια από δέρμα, ντυμένα με αιχμηρά καρφιά, δύο παρόμοια περιβραχιόνια και οπλισμένος με δυο μαχαίρια υποδηματοποιΐας και το περίστροφο, τυλίγεται σε μια κάπα και τη νύχτα της 8ης Ιανουαρίου του 1910, βγαίνει να αναζητήσει τους δυο διεφθαρμένους αστυνομικούς που τον είχαν κατηγορήσει άδικα.

Τα όπλα του Liabeuf

Τα όπλα του Liabeuf

Στήνει καραούλι σ’ ένα βρωμερό ξενοδοχείο της οδού Aubry-le-Boucher, όπου σύχναζαν οι δυο αστυνομικοί για τη διεκπεραίωση των παράνομων δραστηριοτήτων τους. Όταν, τελικά, εμφανίζονται, τους επιτίθεται με μανία. Ο πρώτος καταλήγει με οκτώ θανατηφόρες μαχαιριές και ο δεύτερος σχεδόν αποκεφαλισμένος. Η κατάσταση ξεφεύγει από τον έλεγχο του Liabeuf, καθώς η σφαγή των αστυνομικών και οι φωνές τους προσελκύουν κι άλλους συναδέλφους τους, που σπεύδουν προς βοήθειά τους. Ορμούν στον Liabeuf και προσπαθούν να τον αφοπλίσουν. Ο Liabeuf βρίσκεται σε παράκρουση, χτυπάει στα τυφλά. Ένα όργιο βίας ξεσπά, μόνος εναντίον πολλών. Τον μαχαιρώνουν, τον πυροβολούν, τον κτυπούν αλύπητα αλλά κι ο ίδιος ανταποδίδει στα ίσα. Το τέλος του μακελιού βρίσκει τον Liabeuf βαρειά τραυματισμένο και στα χέρια των αστυνομικών, αλλά όχι νεκρό. Από την άλλη μεριά μετράνε δύο νεκρούς και έξι τραυματίες, όλους από το χέρι του Liabeuf.

Η εκδίκηση του Liabeuf

Η εκδίκηση του Liabeuf

Κατά τη μεταφορά του στο νοσοκομείο, ο Liabeuf, παρά τον βαρύ τραυματισμό του, διατηρεί τις αισθήσεις του και εξακολουθεί να μαίνεται κατά των αστυνομικών. “Αγέλη κτηνών”, τους φωνάζει εξαγριωμένος, “για το μόνο που λυπάμαι είναι που δεν άφησα περισσότερα ορφανά πίσω μου!”.

Εκ πρώτης όψεως θα έλεγε κανείς πως το έγκλημα του Liabeuf, λόγω της αγριότητάς του, θα έστρεφε την κοινή γνώμη εναντίον του και θα τον καθιστούσε αντιπαθή στα μάτια του παριζιάνων. Όμως δεν έγινε έτσι.

Ο σοσιαλιστής και αντιμιλιταριστής Gustave Hervė, τον υπερασπίζεται στην εφημερίδα “La Guerre Sociale”. Το άρθρο του με τίτλο “Πρέπει να τον σκοτώσουν;”, προκαλεί σκάνδαλο και στις 22 Φεβρουαρίου καταλήγει και ο ίδιος κατηγορούμενος. Μετά από ταραχώδεις και επεισοδιακές διαδικασίες, καταδικάζεται σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης. Με αφετηρία τις αναρχικές ομάδες του Παρισιού της εποχής, η διαμαρτυρία για την επικείμενη εκτέλεση του Liabeuf μετατρέπεται σε κίνημα ολόκληρης της αριστεράς.

Πέρα, όμως, από τις ενέργειες των συντρόφων του Liabeuf και του άρθρου του Hervė, o λαός του Παρισιού συντάσσεται με τον Liabeuf. Τον αποκαλεί “Άγγελο Εκδικητή” και ζητά να του χαριστεί η ζωή. Πλήθος κόσμου συρρέει στη δίκη του και καταθέτουν ως μάρτυρες υπεράσπισης, μεταξύ άλλων, οι βουλευτές Jean Jaurès και Édouard Vaillant. Όλοι ζητούν να μην του επιβληθεί η θανατική ποινή. Ο ίδιος ο Liabeuf, το μόνο που λέει είναι: “Δεν με τρομάζει η θανατική ποινή, αλλά νταβατζής δεν είμαι!”. Τα τείχη της φυλακής πολιορκούνται από τον παρισινό λαό που διαδηλώνει κατά της θανατικής καταδίκης του Liabeuf. Ισχυρές αστυνομικές δυνάμεις περιφρουρούν δικαστήριο και φυλακή και η σύρραξη με το πλήθος είναι αναπόφευκτη. Η διαφθορά της γαλλικής αστυνομίας έχει γίνει το κόκκινο πανί για το λαό, που αδιαφορεί για το αν θα χυθεί αίμα. Οι αστυνομικοί προκαλούν και χτυπούν αλύπητα με αποτέλεσμα να υπάρξουν θύματα, κυρίως μικρά παιδιά.

Παρά τις τόσες διαμαρτυρίες και τη λαϊκή αντίδραση, ο Liabeuf καταδικάζεται σε θάνατο στις 7 Μαΐου του 1910. Το κεφάλι του θα πέσει στο καλάθι της γκιλοτίνας. Καθώς οι εκτελέσεις στη Γαλλία έχουν πάψει να γίνονται δημόσια, δίνεται το δικαίωμα σε δημοσιογράφους διαφόρων εφημερίδων να την παρακολουθήσουν. Οι σύντροφοι του Liabeuf σκέφτονται να προσποιηθούν τους δημοσιογράφους, να φτιάξουν πλαστά διαπιστευτήρια και να τον απελευθερώσουν την ώρα που θα οδηγείται στη γκιλοτίνα. Η συνομωσία, όμως, αποκαλύπτεται και το σχέδιο ματαιώνεται.

Ο Hervė δηλώνει: “Αν τον σκοτώσετε θα χυθεί περισσότερο αίμα κάτω από την εξέδρα της γκιλοτίνας, παρά πάνω σ’ αυτή”. Και, ως αποδεικνύεται, έχει απόλυτο δίκιο. Τη νύχτα της εκτέλεσης του Liabeuf, ένα τεράστιο πλήθος ανθρώπων συρρέει, από την περιφέρεια και τα προάστια του Παρισιού. Στα εργοστάσια κηρύσσεται γενική απεργία και τα μέλη των συνδικάτων, οπλισμένα με πέτρες και ξύλα, ζώνουν τα τείχη της φυλακής. Απέναντί τους οι οπλισμένοι αστυνομικοί. Η αιματηρή σύρραξη είναι αναπόφευκτη. Πέτρες εναντίον όπλων. Ο απολογισμός της μάχης βρίσκει νεκρούς και τραυματίες 250 διαδηλωτές και έναν αστυνομικό.

Αλλά και μέσα στη φυλακή η κατάσταση δεν είναι πιο ήρεμη: εξεγερμένοι κατάδικοι ενώνουν τις φωνές τους με αυτές τους πλήθους. Όλη η περιοχή δονείται από μια κραυγή: “Δολοφόνοι!”. Ο ίδιος ο Liabeuf παραμένει ήρεμος και δυνατός. Το μόνο που λέει αδιάκοπα είναι “Δεν είμαι ρουφιάνος”. Και συνεχίζει να το επαναλαμβάνει μέχρι να ακουστεί ο ψυχρός ήχος της λεπίδας της γκιλοτίνας, που κατεβαίνει με ορμή.

Ήταν η νύχτα της 1ης προς 2ας Ιουλίου του 1910.

Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε στη Valence (νοτιοανατολική Γαλλία) στις 22 Σεπτέμβρη του 1909. Πρόκειται για την εκτέλεση του Octave David, καταδικασμένου για ληστείες και φόνους.  Μετά το 1909 η κυβέρνηση της Γαλλίας απαγόρευσε τη φωτογράφηση των εκτελέσεων.  Όσες φωτογραφίες σχετικές υπάρχουν μετά το 1909 είναι παράνομες.  Φωτογραφίες από την εκτέλεση του Liabeuf δεν υπάρχουν.

Η φωτογραφία αυτή τραβήχτηκε στη Valence (νοτιοανατολική Γαλλία) στις 22 Σεπτέμβρη του 1909. Πρόκειται για την εκτέλεση του Octave David, καταδικασμένου για ληστείες και φόνους. Μετά το 1909 η κυβέρνηση της Γαλλίας απαγόρευσε τη φωτογράφηση των εκτελέσεων. Όσες φωτογραφίες σχετικές υπάρχουν μετά το 1909 είναι παράνομες. Φωτογραφίες από την εκτέλεση του Liabeuf δεν υπάρχουν.

Ανάμεσα σε αυτούς που συμμετείχαν στα γεγονότα εκείνης της νύχτας, ήταν και κάποιοι που αργότερα θα αποτελούσαν μέλη της επαναστατικής ομάδας “Τραγικοί Συμμορίτες”, που αργότερα μετονομάστηκε σε “Συμμορία Bonnot”. Βαθειά επηρεασμένοι από τις ενέργειες και τη μετέπειτα στάση του Liabeuf, τον εντάσσουν ανενδοίαστα στο “μαρτυρολόγιο” των επαναστατών και συντηρούν το θρύλο του.

Ως επιτάφιο για τον Liabeuf, ίσως το πιο κατάλληλο από όλους, ας αναφέρουμε τα παρακάτω λόγια του Hervė: “Νομίζω πως σε αυτόν τον αδύναμο και νωχελικό αιώνα που ζούμε, ένα πολύτιμο και μοναδικό μάθημα είναι η στάση ζωής ορισμένων ανθρώπων, που τιμούν το ανθρώπινο γένος. Α, αυτοί οι έντιμοι και ειλικρινείς άνθρωποι! Οι αποκαλούμενοι “απάχηδες” και θεωρούμενοι τα κατακάθια της κοινωνίας και, όμως, τόσο περήφανοι και μοναδικοί, με αρετές τέτοιες που μόνο τις μισές από αυτές αν είχαμε οι υπόλοιποι, η ανθρωπότητα θα ήταν πολύ διαφορετική”.

le_petit_journal_-_apache

Αναρτήθηκε στις 01.ΑΡΘΡΑ ΝΙΝΑΣ ΚΟΥΛΕΤΑΚΗ, 05.ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ, 08.ΜΑΖΙΚΟΙ ΔΟΛΟ

ΑΝΑΤΥΠΩΣΗ ΕΓΙΝΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΠΛΟΓΚ
ΕΓΚΛΗΜΑ ΚΑΙ ΤΙΜΩΡΙΑ

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

 
© Copyright by SAMURAI KABATZA  |  Template by Blogspot tutorial